- καταστορέννῦμι
- κατα-στορέννῦμι and καταστόρνῦμι, part. sync. κᾶστορνῦσα, aor. κατεστόρεσα: spread down, spread out upon, Od. 17.32; then of ‘covering over,’ Il. 24.798.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταστορέννυμι — (AM) μσν. καταστρώνω, εξαπλώνω αρχ. 1. εκτείνω, απλώνω κάτι από πάνω, καλύπτω, σκεπάζω με κάτι 2. στρώνω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια 3. ξαπλώνω καταγής κάποιον, σκοτώνω κάποιον 4. (για θάλασσα) καταπραΰνω, καταπαύω τα κύματα 5. μτφ. καθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ακαταστόρεστος — ἀκαταστόρεστος, ον (Μ) [καταστορέννυμι] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ισοπεδώσει, να καθησυχάσει «ἀκαταστόρεστα κύματα» (Άννα Κομνηνή) … Dictionary of Greek
καταστόρεσις — καταστόρεσις, έσεως, ἡ (Μ) [καταστορέννυμι] η κατάστρωση, το άπλωμα, το στρώσιμο … Dictionary of Greek
καταστόρευσις — καταστόρευσις, εύσεως, ἡ (Μ) υπερνίκηση, απομάκρυνση, παύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστορέννυμι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου μεταπλασμένου τ. *καταστορεύω] … Dictionary of Greek
συγκαταστορέννυμι — Μ ξαπλώνω καταγής μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταστορέννυμι «ξαπλώνω»] … Dictionary of Greek